διφασικός

διφασικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει δύο φάσεις
2. φρ. διφασικό
σύστημα δύο ρευμάτων ή δύο τάσεων εναλλασσόμενων, τής ίδιας συχνότητας και τού ίδιου πλάτους
3. «διφασική περιέλιξη» — περιέλιξη διαμορφωμένη κατάλληλα για την παραγωγή διφασικών ρευμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διφασικός — ή, ό (για το ηλεκτρικό ρεύμα), το ρεύμα με δύο φάσεις, εναλλασσόμενο ρεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”